πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… … Dictionary of Greek
Αλαμανοί — (Alamanni). Ομάδα αρχαίων γερμανικών φύλων που εμφανίστηκαν κατά τον 3ο αι. μ.Χ. στην περιοχή του Άνω Ρήνου και του Κάτω Δούναβη, κοντά στα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος αυτοκράτορας που τους πολέμησε ήταν ο Καρακάλλας (213),… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καβούρ, Καμίλο Μπένσο, κόμης ντε- — (Camillo Bensoconte di Cavour, Τορίνο 1810 – Ρώμη 1861). Ιταλός πολιτικός, πρωτεργάτης της ιταλικής ενοποίησης. Ο Κ. καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε). Eγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία (1831) και… … Dictionary of Greek
Λεονάρντι, Λεοντσίλο — (Leoncillo Leonardi, Σπολέτο 1915 – 1968). Ιταλός γλύπτης. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Τέχνης της Περούτζια και διηύθυνε σχολή κεραμικής στην Ουμβρία. Όταν αργότερα εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, δίδαξε κεραμική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Οπαδός του… … Dictionary of Greek
μαστιγούμενοι — (flagellantes). Μέλη διάφορων αδελφοτήτων ή θρησκευτικών κινημάτων στη Δύση, οι οποίοι μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Από τα κινήματα αυτά (τα μέλη των οποίων ονομάζονταν επίσης πειθαρχούμενοι, κουκουλοφόροι ή δερόμενοι)… … Dictionary of Greek
Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος — (Plautus, Σαρσίνη, Ουμβρία μεταξύ 254 και 251 π.Χ. – Ρώμη 184). Λατίνος κωμικός ποιητής. Νεότατος εργάστηκε σ’ ένα θίασο κωμικών, αλλά γρήγορα σπατάλησε τις οικονομίες του και αναγκάστηκε να γυρίζει τη μυλόπετρα ενός μυλωνά. Οι πληροφορίες αυτές… … Dictionary of Greek
Προπέρτιος, Σέξτος — (Sextus Propertius, Ουμβρία, ίσως Ασσίζη περ. το 47 π.Χ. – περ. το 15 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε επαφές με τον κύκλο του Μαικήνα. Ο έρωτάς του για την Οστία, που την αναφέρει στα ποιήματά… … Dictionary of Greek
Φαμπρέτι, Αριοντάντε — (Fabréti, Περούτζια 1816 – Moντέου ντα Po, Τορίνο 1894). Ιταλός πατριώτης και ιστορικός. Ήταν καρμπονάρος και το 1849 βουλευτής στη Συντακτική κυβέρνηση της Ρώμης, της οποίας έγινε γραμματέας. Εξορίστηκε στην Τοσκάνη και στο Πεδεμόντιο και από το … Dictionary of Greek
Φούγκα, Φερδινάνδος — (Fuga, Φλωρεντία 1699 – Ρώμη 1781). Ιταλός αρχιτέκτονας. Τα πρώτα μαθήματα αρχιτεκτονικής τα πήρε από τον Γ. Φοτζίνι και στη συνέχεια τελειοποίησε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου έζησε από το 1717 έως το 1726. Γύρω στο 1725 πραγματοποίησε τα… … Dictionary of Greek